- εξεριστικος
- ἐξεριστικόςἐξ-εριστικός3умеющий (успешно) спорить
δύναμις ἐξεριστική Diog.L. — умение побеждать
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δύναμις ἐξεριστική Diog.L. — умение побеждать
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εξεριστικός — ἐξεριστικός, ή, όν (Α) [εξεριστής] αυτός που έχει τάση για έριδες και λογομαχίες … Dictionary of Greek
ἐξεριστικόν — ἐξεριστικός captious masc acc sg ἐξεριστικός captious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεριστικῇ — ἐξεριστικός captious fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεριστική — ἐξεριστικός captious fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεριστικήν — ἐξεριστικός captious fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)